- ελλειπτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που έχει έλλειψη, ελλιπής, ατελής.2. που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης: Ελλειπτική τροχιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐλλειπτικός — elliptic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλειπτικός — ή, ό (AM ἐλλειπτικός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις 2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις … Dictionary of Greek
ἐλλειπτικά — ἐλλειπτικός elliptic neut nom/voc/acc pl ἐλλειπτικά̱ , ἐλλειπτικός elliptic fem nom/voc/acc dual ἐλλειπτικά̱ , ἐλλειπτικός elliptic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικόν — ἐλλειπτικός elliptic masc acc sg ἐλλειπτικός elliptic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικαῖς — ἐλλειπτικός elliptic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικαί — ἐλλειπτικός elliptic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικοῖς — ἐλλειπτικός elliptic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικοῦ — ἐλλειπτικός elliptic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικούς — ἐλλειπτικός elliptic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλειπτικῇ — ἐλλειπτικός elliptic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)